-
1 κατα-θεάομαι
κατα-θεάομαι, herabschauen, von einem hohen Orte aus betrachten, ἀπὸ λόφου τινὸς τὰ γιγνόμενα Xen. Cyr. 6, 5, 30; übh. in Augenschein nehmen, genau betrachten, τὰς τάξεις 5, 3, 55, τοὺς ἄλλους καταϑεῶ καὶ λόγισαι 8, 2, 18; Sp., wie Plut. φορὰς ἄστρων def. or. 30.
-
2 καταθεαομαι
(εᾱ)1) сверху смотреть, взирать, наблюдать2) устремлять взор3) обозревать, осматривать(τέν χώραν, τὰς τάξεις Xen.)
4) следить, наблюдать(φορὰς ἄστρων Plut.)
-
3 καταθεάομαι
A look down upon, watch from above,τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30
; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate,φορὰς ἄστρων Plu.2.426d
: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθεάομαι
-
4 φορά
A an act,I (from [voice] Act.) carrying, φορᾶς.. φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr. 1212; ἐν φορᾷ, i. e. in their arms, Id.Fr. 327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying.., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φ. casting one's vote, E.Supp. 484, cf. Pl.Lg. 949a; ἡ φ. καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib. 739a.b gestation, τριετὴς φ. cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).2 bringing in of money, payment,χρημάτων Th.1.96
; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl. iii 280 (i A. D.), al.b φ. ἐργάτου, = latura, perh. a workman's pay, Gloss. (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).3 bringing forth, productiveness,καρποῦ Thphr.CP3.14.5
; opp. ἀφορία, Pl.R. 546a, cf. Arist.GA 750a23; of animals, Ael.NA17.40;πτηνῶν Gp.1.8.9
.II (from [voice] Pass. φέρομαι) being borne or carried along, motion, of the universe and heavenly bodies.ἡ.. θεία τοῦ ὄντος φ. Pl.Cra. 421b
, cf. Ti. 39b, 81a;ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φ. Id.Lg. 897c
;ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ ἡλίου Id.Grg. 451c
;ἄστρων φοραί Id.Smp. 188b
;χειρῶν φ. Hp.Prog.4
;σφαίρας φοραί Pl.Lg. 898b
;ἡ φ. καὶ κίνησις Id.Cra. 434c
, Tht. 152d;χρόνος.. μέτρον φορᾶς Id.Def. 411b
; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph. 243a8, cf. GC 319b32;κίνησίς ποθέν ποι Id.EN 1174a30
;γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael. 311b33
;φορᾷ ἰέναι Pl.R. 617b
; κυκλεῖσθαι.. τὴν αὐτὴν φ. ib.a;μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt. 269e
;τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.
3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35;γαστρὸς φοραί Thphr.Fr.10.3
.4 of persons, impulse,ἡ τοῦ πλήθους φ. Plb.10.4.3
;ἄλογος φ. Id.30.2.4
;ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat. 127
G.;πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4
;παῖς.. φορᾶς μεστός Id.Them.2
;στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19
: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.5 φ. πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality,ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φ. ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e
; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour,τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32
.B as a thing, that which is borne, esp.,1 load, freight, burden,μίαν φ. ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68
.2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; ; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, (Milet., v B. C.).3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, a large crop,Arist.
Pol. 1259a11, cf. HA 553a22, b23;σίτου φ. καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30
(Magn.Mae., ii B. C.);ἡ τοῦ Νείλου φ. τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4
(iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54;ῥητόρων Aeschin.3.234
;φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν
a succession of crops,Arist.
Rh. 1390b25. -
5 φορα
ἥ [φέρω]1) ношение, несениеφορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. — не будет отказа в том, чтобы понести тебя
2) внесение, взнос(χρημάτων Thuc.; δασμῶν Xen., Plat.)
φέρειν τέν τῆς σωτηρίας φορὰν τῇ πατρίδι Dem. — вносить свой вклад для спасения родины;ψήφου φ. Eur., Plat. — подача голоса, голосование3) плодоношение(τῶν δένδρων Arst.)
4) плодовитость(φ. καὴ ἀφορία Plat.)
5) перемещение, (круго)вращение(τῶν ἄστρων καὴ τοῦ ἡλίου Plat.)
ἥ φ. κίνησις πόθεν ποῖ (ἐστιν) Arst. — перемещение есть движение из одного места в другое;φ. πεττῶν Plat. — движение (ходы) шашечных фигур6) стремительный порыв, напор(ἀνέμου βία καὴ φ. Polyb.)
φ. τις πραγμάτων Dem. — некое давление обстоятельств, т.е. ход событий;ἥ τοῦ πλήθους φ. Polyb. — настроение толпы;φ. πρὸς τὸν νεωτερισμόν Polyb. — стремление к новшествам;φορᾶς μεστός Plut. — полный рвения, неукротимый7) ноша, груз(φορὰν ἐνεγκεῖν Plut.)
8) урожай, сбор, продукция(ἐλαιῶν Arst.)
9) наплыв, множество(ῥητόρων πονηρῶν Aeschin.; προδοτῶν καὴ δωροδόκων Dem.)
10) группа единомышленников, направление, школа(ἐπὴ ταύτης εἶναι τῆς φορᾶς Sext.)
μάχη φορᾶς ἀντιδόξου Luc. — борьба школ (мнений) -
6 ἀστρο-νομία
ἀστρο-νομία, ἡ, Sternkunde, Ar. Nub. 201; ἡ περὶ ἄστρων τε φορᾶς καὶ ἐνιαυτῶν ὥρας Plat. Conv. 188 b u. Folgde.
См. также в других словарях:
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek